- στερεωτής
- ο, ΝΑ [στερεῶ, -ώνω]αυτός που στερεώνει κάτινεοελλ.1. (μικρβλ.) η ευαισθητοποιός ουσία2. (φωτογρ.) χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την στερέωση τών φωτογραφιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερεωτής — ο 1.αυτός που στερεώνει κάτι. 2. χημική ουσία με την οποία γίνεται η στερέωση φωτογραφιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεωτήν — στερεωτής one who strengthens masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)